τηλεμετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεμετρικός < τηλεμετρία + -ικός
- τηλεμετρικός < τηλέμετρο + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίατηλεμετρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την τηλεμετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με το τηλέμετρο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις τηλεμετρία και τηλέμετρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχετικός με την τηλεμετρία
σχετικός με το τηλέμετρο
|