Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τηλεμετρικός η τηλεμετρική το τηλεμετρικό
      γενική του τηλεμετρικού της τηλεμετρικής του τηλεμετρικού
    αιτιατική τον τηλεμετρικό την τηλεμετρική το τηλεμετρικό
     κλητική τηλεμετρικέ τηλεμετρική τηλεμετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τηλεμετρικοί οι τηλεμετρικές τα τηλεμετρικά
      γενική των τηλεμετρικών των τηλεμετρικών των τηλεμετρικών
    αιτιατική τους τηλεμετρικούς τις τηλεμετρικές τα τηλεμετρικά
     κλητική τηλεμετρικοί τηλεμετρικές τηλεμετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. τηλεμετρικός < τηλεμετρία + -ικός
  2. τηλεμετρικός < τηλέμετρο + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

τηλεμετρικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την τηλεμετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που έχει σχέση με το τηλέμετρο ή αναφέρεται σ’ αυτό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία