télémétrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.le.me.tʁik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
télémétrique | télémétriques |
télémétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
télémétrique | télémétriques |
télémétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό