τηλεμετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεμετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική telemetry < αρχαία ελληνική τῆλε + μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίατηλεμετρία θηλυκό
- η συγκέντρωση από απόσταση των αποτελεσμάτων μιας μέτρησης
- άλλες μορφές: τηλεμέτρηση
- η μέτρηση (μεγάλων) αποστάσεων με ειδικό όργανο (τηλέμετρο)
Συγγενικά
επεξεργασία- τηλεμέτρηση
- τηλεμετρητής
- τηλεμετρικός
- τηλέμετρο
- → δείτε τις λέξεις τηλε- και μέτρο