Δείτε επίσης: τηλεμετρία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεμέτρηση οι τηλεμετρήσεις
      γενική της τηλεμέτρησης* των τηλεμετρήσεων
    αιτιατική την τηλεμέτρηση τις τηλεμετρήσεις
     κλητική τηλεμέτρηση τηλεμετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεμετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλεμέτρηση < τηλε- + μέτρηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλεμέτρηση θηλυκό

  1. η συγκέντρωση από απόσταση των αποτελεσμάτων μιας μέτρησης
    άλλες μορφές: τηλεμετρία
  2. η μέτρηση της τηλεθέασης τηλεοπτικών σταθμών ή της απήχησης ραδιοφωνικών σταθμών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία