τηλεμέτρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τηλεμέτρηση | οι | τηλεμετρήσεις |
γενική | της | τηλεμέτρησης* | των | τηλεμετρήσεων |
αιτιατική | την | τηλεμέτρηση | τις | τηλεμετρήσεις |
κλητική | τηλεμέτρηση | τηλεμετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεμετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατηλεμέτρηση θηλυκό
- η συγκέντρωση από απόσταση των αποτελεσμάτων μιας μέτρησης
- άλλες μορφές: τηλεμετρία
- η μέτρηση της τηλεθέασης τηλεοπτικών σταθμών ή της απήχησης ραδιοφωνικών σταθμών
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεμέτρηση
|