τηλεκριτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατηλεκριτικός αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι κριτικός τηλεοπτικών εκπομπών
- (ουσιαστικοποιημένο) τηλεκριτική
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεκριτικός
|
Επίθετο
επεξεργασίατηλεκριτικός
- που έχει σχέση με την τηλεκριτική ή τους τηλεκριτικούς ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεκριτικός
|