τζίτζιφο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζίτζιφο | τα | τζίτζιφα |
γενική | του | τζίτζιφου | των | τζίτζιφων |
αιτιατική | το | τζίτζιφο | τα | τζίτζιφα |
κλητική | τζίτζιφο | τζίτζιφα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζίτζιφο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ζίζυφον[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈdzi.dzi.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζί‐τζι‐φο
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζίτζιφο ουδέτερο
- (φρούτο) μικρός εδώδιμος καρπός της τζιτζιφιάς
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζίτζιφο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τζίτζιφο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας