Δείτε επίσης: Τζιτζιφιά, Τζιτζιφιές, τζιτζιφιόγκος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζιτζιφιά οι τζιτζιφιές
      γενική της τζιτζιφιάς των τζιτζιφιών
    αιτιατική την τζιτζιφιά τις τζιτζιφιές
     κλητική τζιτζιφιά τζιτζιφιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κλαδί τζιτζιφιάς με τζίτζιφα

Ετυμολογία

επεξεργασία
τζιτζιφιά < τζίτζιφ(ο) + -ιά[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζιτζιφιά θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία