Τζιτζιφιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τζιτζιφιά | ||
γενική | της | Τζιτζιφιάς | ||
αιτιατική | την | Τζιτζιφιά | ||
κλητική | Τζιτζιφιά | |||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τζιτζιφιά < τζιτζιφιά < μεσαιωνική ελληνική ζιζυφιά / ζιζυφέα < ζίζυφον < ελληνιστική κοινή ζίζῠφον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dzi.dziˈfça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τζι‐τζι‐φιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΤζιτζιφιά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τζίτζιφο