Ετυμολογία

επεξεργασία
jujube < (άμεσο δάνειο) γαλλική jujube < μεσαιωνική λατινική jujuba < ελληνιστική κοινή ζίζυφον
 
Καραμέλες jujubes.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jujube (en)

  1. (φυτό) η τζιτζιφιά (το δέντρο)
  2. (φρούτο) το τζίτζιφο (ο καρπός)
  3. (γλυκό) είδος βορειοαμερικάνικης καραμέλας



  Ετυμολογία

επεξεργασία
jujube < μεσαιωνική λατινική jujuba < ελληνιστική κοινή ζίζυφον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jujube jujubes

jujube (fr) αρσενικό