↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεϊόδεντρο τα τεϊόδεντρα
      γενική του τεϊόδεντρου των τεϊόδεντρων
    αιτιατική το τεϊόδεντρο τα τεϊόδεντρα
     κλητική τεϊόδεντρο τεϊόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεϊόδεντρο < τέιον + -ο- + δέντρο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική arbre à thé[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεϊόδεντρο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. τεϊόδεντροΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)