τεϊόδενδρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεϊόδενδρο < τέιον + -ο- + δένδρο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική arbre à thé[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίατεϊόδενδρο ουδέτερο
- (φυτό) άλλη μορφή του τεϊόδεντρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τεϊόδενδρο
|
Πηγές
επεξεργασία- τεϊόδενδρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τεϊόδεντρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)