καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τέϊον τὰ τέϊα
      γενική τοῦ τεΐου τῶν τεΐων
      δοτική τῷ τεΐ τοῖς τεΐοις
    αιτιατική τὸ τέϊον τὰ τέϊα
     κλητική ! τέϊον τέϊα
Συνήθως στον ενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τέϊον < (λόγιο δάνειο) γαλλική thé → και δείτε τη λέξη τέιο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈte.i.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τέ‐ϊ‐ον (επιπλέον διαλυτικά στη γραφή της καθαρεύουσας)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τέϊον ουδέτερο στον ενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη τέιο