τέιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τέιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τέϊον < (άμεσο δάνειο) γαλλική thé < ολλανδική thee < μαλαϊκή teh < κινεζική 茶 ((chá) από τη διάλεκτο min-nan: tê, τσάι).[1] Συγκρίνετε με το τσάι.
Ουσιαστικό
επεξεργασίατέιο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τέιο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τέιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας