Ετυμολογία

επεξεργασία
thé < (άμεσο δάνειο) ολλανδική thee < μαλαϊκή teh < κινεζική .
ΑΠΟΓΟΝΟΙ:  δείτε τη λέξη 

Ουσιαστικό

επεξεργασία

thé (fr)