τεϊοποτείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεϊοποτείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τεϊοποτεῖον < τέϊ(ον) > τέι(ο) + -ο- + -ποτείο [1] (< -πότης < πίνω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.i.o.poˈti.ο/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ϊ‐ο‐πο‐τεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεϊοποτείο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τεϊοποτείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας