↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεχνοφοβικός η τεχνοφοβική το τεχνοφοβικό
      γενική του τεχνοφοβικού της τεχνοφοβικής του τεχνοφοβικού
    αιτιατική τον τεχνοφοβικό την τεχνοφοβική το τεχνοφοβικό
     κλητική τεχνοφοβικέ τεχνοφοβική τεχνοφοβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεχνοφοβικοί οι τεχνοφοβικές τα τεχνοφοβικά
      γενική των τεχνοφοβικών των τεχνοφοβικών των τεχνοφοβικών
    αιτιατική τους τεχνοφοβικούς τις τεχνοφοβικές τα τεχνοφοβικά
     κλητική τεχνοφοβικοί τεχνοφοβικές τεχνοφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεχνοφοβικός < αγγλική technophobic ή γαλλική technophobe. Μορφολογικά αναλύεται σε τεχνοφοβ(ία) + -ικός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.xno.fo.viˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐χνο‐φο‐βι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

τεχνοφοβικός, -ή, -ό

  • που διακατέχεται από τεχνοφοβία ή σχετίζεται με αυτήν
    ※  Εάν έχετε κινητό και ακόμη δεν έχετε μάθει να στέλνετε μηνύματα, αν ποτέ δεν καταφέρατε να θέσετε σε λειτουργία τη μηχανή του εσπρέσο, που αυτή τη στιγμή σκονίζεται στο πατάρι, εάν δεν έχετε μάθει ακόμα να προγραμματίζετε το βίντεο και η θέα και μόνον του ηλεκτρονικού υπολογιστή σάς προκαλεί δέος, τότε ψυχραιμία… δεν είστε οι μόνοι. Σύμφωνα με διεθνείς έρευνες, εκτός από εσάς, τεχνοφοβικοί είναι και το 55% του πληθυσμού παγκοσμίως.
    Γιάνναρου, Λίνα (4 Οκτωβρίου 2003), H ταχυκαρδία των… τεχνοφοβικών, Η Καθημερινή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τεχνοφοβικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)