τετραπλάσιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τετραπλάσιος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τετραπλάσιος, -α, -ο
- τέσσερις φορές μεγαλύτερος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
| width=1% | |bgcolor="#f8f8f8" valign=top align=left width=48%|
|}