Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραπλασιάζω < λείπει η ετυμολογία

τετραπλασιάζω, αόρ.: τετραπλασίασα, παθ.φωνή: τετραπλασιάζομαι, π.αόρ.: τετραπλασιάστηκα, μτχ.π.π.: τετραπλασιασμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία