τετραπλασιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τετραπλασιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίατετραπλασιάζω, αόρ.: τετραπλασίασα, παθ.φωνή: τετραπλασιάζομαι, π.αόρ.: τετραπλασιάστηκα, μτχ.π.π.: τετραπλασιασμένος
- πολλαπλασιάζω επί τέσσερα, κάνω κάτι να αυξηθεί έως και τέσσερις φορές την αρχική του αξία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τετραπλασιάζω | τετραπλασίαζα | θα τετραπλασιάζω | να τετραπλασιάζω | τετραπλασιάζοντας | |
β' ενικ. | τετραπλασιάζεις | τετραπλασίαζες | θα τετραπλασιάζεις | να τετραπλασιάζεις | τετραπλασίαζε | |
γ' ενικ. | τετραπλασιάζει | τετραπλασίαζε | θα τετραπλασιάζει | να τετραπλασιάζει | ||
α' πληθ. | τετραπλασιάζουμε | τετραπλασιάζαμε | θα τετραπλασιάζουμε | να τετραπλασιάζουμε | ||
β' πληθ. | τετραπλασιάζετε | τετραπλασιάζατε | θα τετραπλασιάζετε | να τετραπλασιάζετε | τετραπλασιάζετε | |
γ' πληθ. | τετραπλασιάζουν(ε) | τετραπλασίαζαν τετραπλασιάζαν(ε) |
θα τετραπλασιάζουν(ε) | να τετραπλασιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τετραπλασίασα | θα τετραπλασιάσω | να τετραπλασιάσω | τετραπλασιάσει | ||
β' ενικ. | τετραπλασίασες | θα τετραπλασιάσεις | να τετραπλασιάσεις | τετραπλασίασε | ||
γ' ενικ. | τετραπλασίασε | θα τετραπλασιάσει | να τετραπλασιάσει | |||
α' πληθ. | τετραπλασιάσαμε | θα τετραπλασιάσουμε | να τετραπλασιάσουμε | |||
β' πληθ. | τετραπλασιάσατε | θα τετραπλασιάσετε | να τετραπλασιάσετε | τετραπλασιάστε | ||
γ' πληθ. | τετραπλασίασαν τετραπλασιάσαν(ε) |
θα τετραπλασιάσουν(ε) | να τετραπλασιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τετραπλασιάσει | είχα τετραπλασιάσει | θα έχω τετραπλασιάσει | να έχω τετραπλασιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις τετραπλασιάσει | είχες τετραπλασιάσει | θα έχεις τετραπλασιάσει | να έχεις τετραπλασιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει τετραπλασιάσει | είχε τετραπλασιάσει | θα έχει τετραπλασιάσει | να έχει τετραπλασιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τετραπλασιάσει | είχαμε τετραπλασιάσει | θα έχουμε τετραπλασιάσει | να έχουμε τετραπλασιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε τετραπλασιάσει | είχατε τετραπλασιάσει | θα έχετε τετραπλασιάσει | να έχετε τετραπλασιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τετραπλασιάσει | είχαν τετραπλασιάσει | θα έχουν τετραπλασιάσει | να έχουν τετραπλασιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τετραπλασιάζομαι | τετραπλασιαζόμουν(α) | θα τετραπλασιάζομαι | να τετραπλασιάζομαι | ||
β' ενικ. | τετραπλασιάζεσαι | τετραπλασιαζόσουν(α) | θα τετραπλασιάζεσαι | να τετραπλασιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | τετραπλασιάζεται | τετραπλασιαζόταν(ε) | θα τετραπλασιάζεται | να τετραπλασιάζεται | ||
α' πληθ. | τετραπλασιαζόμαστε | τετραπλασιαζόμαστε τετραπλασιαζόμασταν |
θα τετραπλασιαζόμαστε | να τετραπλασιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | τετραπλασιάζεστε | τετραπλασιαζόσαστε τετραπλασιαζόσασταν |
θα τετραπλασιάζεστε | να τετραπλασιάζεστε | (τετραπλασιάζεστε) | |
γ' πληθ. | τετραπλασιάζονται | τετραπλασιάζονταν τετραπλασιαζόντουσαν |
θα τετραπλασιάζονται | να τετραπλασιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τετραπλασιάστηκα | θα τετραπλασιαστώ | να τετραπλασιαστώ | τετραπλασιαστεί | ||
β' ενικ. | τετραπλασιάστηκες | θα τετραπλασιαστείς | να τετραπλασιαστείς | τετραπλασιάσου | ||
γ' ενικ. | τετραπλασιάστηκε | θα τετραπλασιαστεί | να τετραπλασιαστεί | |||
α' πληθ. | τετραπλασιαστήκαμε | θα τετραπλασιαστούμε | να τετραπλασιαστούμε | |||
β' πληθ. | τετραπλασιαστήκατε | θα τετραπλασιαστείτε | να τετραπλασιαστείτε | τετραπλασιαστείτε | ||
γ' πληθ. | τετραπλασιάστηκαν τετραπλασιαστήκαν(ε) |
θα τετραπλασιαστούν(ε) | να τετραπλασιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τετραπλασιαστεί | είχα τετραπλασιαστεί | θα έχω τετραπλασιαστεί | να έχω τετραπλασιαστεί | τετραπλασιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις τετραπλασιαστεί | είχες τετραπλασιαστεί | θα έχεις τετραπλασιαστεί | να έχεις τετραπλασιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει τετραπλασιαστεί | είχε τετραπλασιαστεί | θα έχει τετραπλασιαστεί | να έχει τετραπλασιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τετραπλασιαστεί | είχαμε τετραπλασιαστεί | θα έχουμε τετραπλασιαστεί | να έχουμε τετραπλασιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε τετραπλασιαστεί | είχατε τετραπλασιαστεί | θα έχετε τετραπλασιαστεί | να έχετε τετραπλασιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τετραπλασιαστεί | είχαν τετραπλασιαστεί | θα έχουν τετραπλασιαστεί | να έχουν τετραπλασιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τετραπλασιασμένος - είμαστε, είστε, είναι τετραπλασιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τετραπλασιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τετραπλασιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τετραπλασιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τετραπλασιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τετραπλασιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τετραπλασιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία τετραπλασιάζω