Δείτε επίσης: τετράδιο
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τετράδιον τὰ τετράδι
      γενική τοῦ τετραδίου τῶν τετραδίων
      δοτική τῷ τετραδί τοῖς τετραδίοις
    αιτιατική τὸ τετράδιον τὰ τετράδι
     κλητική ! τετράδιον τετράδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τετραδίω
γεν-δοτ τοῖν  τετραδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τετρ(άς) + υποκοριστικό επίθημα -άδιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετράδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. φρουρά στρατιωτών (συνήθως αποτελούνταν από τέσσερις άνδρες)
    ※  2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, 12.4 (12.3-12.4)
    καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς Ἰουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ ἡμέραι τῶν ἀζύμων· ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ.
  2. τεταρτημόριο περγαμηνής, περγαμηνή διπλωμένη στα τέσσερα
    ※  4ος/5ος κε αιώνας, P.Oxy. 17.2156, στ. 10, (7-13), @papyri.info
    κόμισαι διὰ τοῦ
    ἀναδιδοῦντός σοι ταῦτά μου τὰ γράμματα
    τὴν διφθέραν [τ]ῶν μεμβρανῶν ἐν
    τετραδίοις εἰκ[οσ]ιπέντε τιμῆς
    ἀργυρίου (ταλάντων) ιδ [ ̣ ̣], καὶ εἰ χρεία ἐστὶν ἐκ-
    τὸς τούτων ἀπ̣ʼ [ἐκ(?)]ε̣ί̣νων λαβεῖν με,
    ἀντίγραψον κ[αὶ λα]μβάνω.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία