τεκνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τεκνικός | η | τεκνική | το | τεκνικό |
γενική | του | τεκνικού | της | τεκνικής | του | τεκνικού |
αιτιατική | τον | τεκνικό | την | τεκνική | το | τεκνικό |
κλητική | τεκνικέ | τεκνική | τεκνικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τεκνικοί | οι | τεκνικές | τα | τεκνικά |
γενική | των | τεκνικών | των | τεκνικών | των | τεκνικών |
αιτιατική | τους | τεκνικούς | τις | τεκνικές | τα | τεκνικά |
κλητική | τεκνικοί | τεκνικές | τεκνικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία el
επεξεργασίατεκνικός, -ή, -ό < τέκνο ( < αρχαία ελληνικά τέκνον ) + -ικός
Προφορά
επεξεργασίατεκνικός (el), -ή, -ό και τεκνοϊκός, -ή, -ό
- που αφορά τα τέκνα (παιδιά κάποιου) ασχέτως φύλου
- (λαϊκότροπο) παιδικός όμως ως σχέση κηδεμόνα (πχ. γονέα) - τέκνου και όχι ως μονομερώς παιδικό
Αντώνυμα (όσον αφορά την αφετηρία εξέτασης της σχέσης)
επεξεργασία(η ίδια σχέση από ανάστροφη αφετηρία)