filial
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | filial | filiaux |
θηλυκό | filiale | filiales |
Επίθετο
επεξεργασίαfilial (fr)
- τεκνικός, -ή, -ό• τεκνοϊκός, -ή, -ό• αναφερόμενος στη σχέση ενός παιδιού προς τους γονείς του
- (κατ' επέκταση) απογονικός, -ή, -ό
- αναφερόμενος στη σχέση μιας θυγατρικής εταιρείας προς την μητρική της