γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό filial filiaux
θηλυκό filiale filiales

  Επίθετο

επεξεργασία

filial (fr)

  1. τεκνικός, -ή, -ό• τεκνοϊκός, -ή, -ό• αναφερόμενος στη σχέση ενός παιδιού προς τους γονείς του
    (κατ' επέκταση) απογονικός, -ή, -ό
  2. αναφερόμενος στη σχέση μιας θυγατρικής εταιρείας προς την μητρική της

Συγγενικά

επεξεργασία