filiale
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- filiale < fils
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
filiale | filiales |
filiale (fr) θηλυκό
- θυγατρική (εταιρεία)
Δείτε επίσης : Filiale |
ενικός | πληθυντικός |
filiale | filiales |
filiale (fr) θηλυκό