ταρσανάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταρσανάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική tersane < βενετική tersanà < αραβική دار الصناعة (ar) < دار (ar) (dār: σπίτι) + صناعة (ar) (ṣināʿa: τέχνη, ικανότητα, επιτηδειότητα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταρσανάς αρσενικό
- (ναυτικός όρος) (μικρό) ναυπηγείο
- (ναυτικός όρος) (μικρός) ναύσταθμος, λιμανάκι