Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταρσανάς οι ταρσανάδες
      γενική του ταρσανά των ταρσανάδων
    αιτιατική τον ταρσανά τους ταρσανάδες
     κλητική ταρσανά ταρσανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αρσανάς Ι.Μ. Αγίου Γρηγορίου Αγίου Όρους.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταρσανάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική tersane < βενετική tersanà < αραβική دار الصناعة (ar) < دار (ar) (dār: σπίτι) + صناعة (ar) (ṣināʿa: τέχνη, ικανότητα, επιτηδειότητα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταρσανάς αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) (μικρό) ναυπηγείο
  2. (ναυτικός όρος) (μικρός) ναύσταθμος, λιμανάκι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία