Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρσανάρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Υπερώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αρσανάρ
ης
οι
αρσανάρ
ηδες
γενική
του
αρσανάρ
η
των
αρσανάρ
ηδων
αιτιατική
τον
αρσανάρ
η
τους
αρσανάρ
ηδες
κλητική
αρσανάρ
η
αρσανάρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρσανάρης
<
αρσαν(άς)
+
-άρης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρσανάρης
αρσενικό
(
μοναχικό
διακόνημα
)
μοναχός
υπεύθυνος
για τον
αρσανά
μιας
μονής
Υπερώνυμα
επεξεργασία
διακόνημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρσανάρης