ταμαχιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ταμαχιάρης | η | ταμαχιάρα | το | ταμαχιάρικο |
γενική | του | ταμαχιάρη | της | ταμαχιάρας | του | ταμαχιάρικου |
αιτιατική | τον | ταμαχιάρη | την | ταμαχιάρα | το | ταμαχιάρικο |
κλητική | ταμαχιάρη | ταμαχιάρα | ταμαχιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ταμαχιάρηδες | οι | ταμαχιάρες | τα | ταμαχιάρικα |
γενική | των | ταμαχιάρηδων | — | των | ταμαχιάρικων | |
αιτιατική | τους | ταμαχιάρηδες | τις | ταμαχιάρες | τα | ταμαχιάρικα |
κλητική | ταμαχιάρηδες | ταμαχιάρες | ταμαχιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταμαχιάρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική tamahkâr < περσική طمعكار (tamakār, άπληστος) < αραβική طمع (tama) + περσική كار (kār)
Επίθετο
επεξεργασίαταμαχιάρης και ταμαχκιάρης και ταμακιάρης
- αυτός που επιζητεί επίμονα αγαθά και χρήματα
- αυτός που δουλεύει έντονα