Δείτε επίσης: ταγός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταγή οι ταγές
      γενική της ταγής των ταγών
    αιτιατική την ταγή τις ταγές
     κλητική ταγή ταγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταγή < αρχαία ελληνική ταγή < τάσσω / τάττω < πρωτοελληνική *taťťō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂g-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /taˈʝi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταγή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία