Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συχνοτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συχνοτικ
ός
η
συχνοτικ
ή
το
συχνοτικ
ό
γενική
του
συχνοτικ
ού
της
συχνοτικ
ής
του
συχνοτικ
ού
αιτιατική
τον
συχνοτικ
ό
τη
συχνοτικ
ή
το
συχνοτικ
ό
κλητική
συχνοτικ
έ
συχνοτικ
ή
συχνοτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συχνοτικ
οί
οι
συχνοτικ
ές
τα
συχνοτικ
ά
γενική
των
συχνοτικ
ών
των
συχνοτικ
ών
των
συχνοτικ
ών
αιτιατική
τους
συχνοτικ
ούς
τις
συχνοτικ
ές
τα
συχνοτικ
ά
κλητική
συχνοτικ
οί
συχνοτικ
ές
συχνοτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συχνοτικός
<
συχνότητα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
συχνοτικός
(
φυσική
) που έχει
σχέση
με τις
συχνότητες
ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
συχνότητα
και
συχνός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συχνοτικός
αγγλικά
:
frequential
(en)
,
frequentist
(en)