↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συσχετιστικός η συσχετιστική το συσχετιστικό
      γενική του συσχετιστικού της συσχετιστικής του συσχετιστικού
    αιτιατική τον συσχετιστικό τη συσχετιστική το συσχετιστικό
     κλητική συσχετιστικέ συσχετιστική συσχετιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συσχετιστικοί οι συσχετιστικές τα συσχετιστικά
      γενική των συσχετιστικών των συσχετιστικών των συσχετιστικών
    αιτιατική τους συσχετιστικούς τις συσχετιστικές τα συσχετιστικά
     κλητική συσχετιστικοί συσχετιστικές συσχετιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συσχετιστικός < συσχετίζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική corrélationnel[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική correlational[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

συσχετιστικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 συσχετιστικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)