συσχετιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συσχετιστικός < συσχετίζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική corrélationnel[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική correlational[1])
Επίθετο
επεξεργασίασυσχετιστικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συσχετιστικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 συσχετιστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)