συσταχωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίασυσταχωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συσταχώνω: βιβλιοδετημένος μαζί
- Ο δεύτερος τόμος είναι συσταχωμένος με το έργο του Ψυχάρη, Ρόδα και Μήλα. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συσταχωμένος
|