Ετυμολογία

επεξεργασία
σταχώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σταχώνω < στάχ(υ) + -ώνω

σταχώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταχώνω < στάχυς

σταχώνω

  1. δένω στάχυα
  2. δένω