Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταχώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σταχώνω < στάχ(υ) + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

σταχώνω

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταχώνω < στάχυς

  Ρήμα επεξεργασία

σταχώνω

  1. δένω στάχυα
  2. δένω