στάχυς
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | στάχυς | στάχυε | στάχυες |
Γενική | στάχυος | σταχύοιν | σταχύων |
Δοτική | στάχυϊ | σταχύοιν | στάχυσι(ν) |
Αιτιατική | στάχυν | στάχυε | στάχυς |
Κλητική | στάχυ | στάχυε | στάχυες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στάχυς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stegʰ-, *stengʰ- (κεντώ, είμαι αιχμηρός, είμαι οξύς). Συγγενές με τα (αλβανικά) shtagë (ραβδί, κοντάρι), (πρωτογερμανική) *staggijô. Αλλά το ἄσταχυς οδηγεί και σε άλλη υπόθεση για προελληνική προέλευση.[1] Δείτε και στόνυξ, στόχος.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στάχυς αρσενικό (στᾰχῡς)
- (βοτανική) το στάχυ
- παιδί, απόγονος
- (αστερισμός) ονομασία άστρου στον αστερισμό της Παρθένου (spica Virginis)
- το κατώτερο τμήμα του υπογάστριου
- (ιατρική) είδος χειρουργικού επιδέσμου
Επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- στάχυς στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «στάχυς» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.