↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στᾰχῡ / -ῡς > -ῠᾰς μεταγενέστρο: στᾰχῠ-
ονομαστική στάχυς οἱ στάχυες
      γενική τοῦ στάχυος τῶν σταχύων
      δοτική τῷ στάχυῐ̈ τοῖς στάχυσῐ(ν)
σταχύεσσι(ν) επικός
    αιτιατική τὸν στάχυν τοὺς στάχυς
στάχυας μεταγενέστρο
     κλητική ! στάχυ στάχυες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στάχυε
γεν-δοτ τοῖν  σταχύοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στάχυς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stegʰ-, *stengʰ- (κεντώ, είμαι αιχμηρός, είμαι οξύς). Συγγενή: αλβανική shtagë (ραβδί, κοντάρι), (πρωτογερμανική) *staggijô. Αλλά το ἄσταχυς οδηγεί και σε άλλη υπόθεση για προελληνική προέλευση.[1] Δείτε και στόνυξ, στόχος.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στάχυς αρσενικό (στᾰχῡς)

  1. (βοτανική) το στάχυ
  2. παιδί, απόγονος
  3. (αστερισμός) ονομασία άστρου στον αστερισμό της Παρθένου (spica Virginis)
  4. το κατώτερο τμήμα του υπογάστριου
  5. (ιατρική) είδος χειρουργικού επιδέσμου

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.