Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στάχωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στάχωμα
τα
σταχώμα
τ
α
γενική
του
σταχώμα
τ
ος
των
σταχωμά
τ
ων
αιτιατική
το
στάχωμα
τα
σταχώμα
τ
α
κλητική
στάχωμα
σταχώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στάχωμα
<
σταχώνω
+
-μα
<
σταχώνω
<
στάχυς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στάχωμα
θηλυκό
(
παρωχημένο
)
βιβλιοδεσία
Συνώνυμα
επεξεργασία
βιβλιοδεσία
βιβλιοδέτηση
στάχωση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σταχώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στάχωμα
→
δείτε
τη λέξη
βιβλιοδεσία