σταχωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίασταχωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σταχώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- συσταχωμένος
- → δείτε τη λέξη σταχώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταχωμένος
|
σταχωμένος, -η, -ο
|