συνωρίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνωρίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνωρίς από την αιτιατική ενικού «τὴν συνωρίδα»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.noˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νω‐ρίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνωρίδα ή ξυνωρίδα θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές)
- (εκκλησιαστικός όρος) ζεύγος αγίων που γιορτάζονται μαζί
- παραδειγμα Κωνσταντίνος και Ελένη
- οποιοδήποτε ζευγάρι → δείτε καθαρεύουσα συνωρίς
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνωρίδα
→ δείτε τη λέξη ζεύγος |
εκκλησιαστική λέξη για ζευγάρι αγίων
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασυνωρίδα θηλυκό