ξυνωρίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξυνωρίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξυνωρίς, τύπος του συνωρίς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksi.noˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐νω‐ρί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυνωρίδα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυνωρίδα
|
Πηγές επεξεργασία
- «συνωρίδα, ξυνωρίδα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ξυνωρίδα θηλυκό
- αιτιατική ενικού του ξυνωρίς
- άλλη μορφή του συνωρίδα