↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνωρίς αἱ συνωρίδες
      γενική τῆς συνωρίδος τῶν συνωρίδων
      δοτική τῇ συνωρίδ ταῖς συνωρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συνωρίδ τὰς συνωρίδᾰς
     κλητική ! συνωρίς* συνωρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνωρίδε
γεν-δοτ τοῖν  συνωρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνωρίς < συνήορος / συνόορος με συναίρεση -οο- > -ω- + -ίς < συναείρω < συν- + ἀορ-, μεταπτωτική βαθμίδα του ἀείρω (συνδέω) [1] / αἴρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂uer-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνωρίς θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.