Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συννοσηρότητα οι συννοσηρότητες
      γενική της συννοσηρότητας των συννοσηροτήτων
    αιτιατική τη συννοσηρότητα τις συννοσηρότητες
     κλητική συννοσηρότητα συννοσηρότητες
ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συννοσηρότητα < συν- + νοσηρότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική comorbidity)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συννοσηρότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία