συννοσηρότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συννοσηρότητα | οι | συννοσηρότητες |
γενική | της | συννοσηρότητας | των | συννοσηροτήτων |
αιτιατική | τη | συννοσηρότητα | τις | συννοσηρότητες |
κλητική | συννοσηρότητα | συννοσηρότητες | ||
ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συννοσηρότητα < συν- + νοσηρότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική comorbidity)
Ουσιαστικό επεξεργασία
συννοσηρότητα θηλυκό
- (ιατρική) η συνύπαρξη δυο παθολογικών καταστάσεων ή νόσων στον ίδιο ασθενή
- ※ Η γρίπη μπορεί να επιδεινώσει ήδη υπάρχουσες συννοσηρότητες, όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, το άσθμα, η καρδιακή ανεπάρκεια και ο σακχαρώδης διαβήτης. (εφ. Το Βήμα, 04.11.2020)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συννοσηρότητα