↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συννοσηρότητα οι συννοσηρότητες
      γενική της συννοσηρότητας των συννοσηροτήτων
    αιτιατική τη συννοσηρότητα τις συννοσηρότητες
     κλητική συννοσηρότητα συννοσηρότητες
ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συννοσηρότητα < συν- + νοσηρότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική comorbidity)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συννοσηρότητα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία