συνεπώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεπώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συνεπώνυμος (μαρτυρείται από το 1889)[1] ή λόγιο διαχρονικό δάνειο από τη μεσαιωνική ελληνική συνεπώνυμος.[2] Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + επώνυμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.neˈpo.ni.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νε‐πώ‐νυ‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ε‐πώ‐νυ‐μος
Επίθετο
επεξεργασίασυνεπώνυμος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεπώνυμος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 960, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ συνεπώνυμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνεπώνυμος < συν- + αρχαία ελληνική ἐπώνυμος (επώνυμος)
Επίθετο
επεξεργασίασυνεπώνυμος
- συνεπώνυμος, που έχει το ίδιο όνομα ή την ίδια προσωνυμία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἐπώνυμον
Πηγές
επεξεργασία- συνεπώνυμος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)