↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναδερφικός η συναδερφική το συναδερφικό
      γενική του συναδερφικού της συναδερφικής του συναδερφικού
    αιτιατική τον συναδερφικό τη συναδερφική το συναδερφικό
     κλητική συναδερφικέ συναδερφική συναδερφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναδερφικοί οι συναδερφικές τα συναδερφικά
      γενική των συναδερφικών των συναδερφικών των συναδερφικών
    αιτιατική τους συναδερφικούς τις συναδερφικές τα συναδερφικά
     κλητική συναδερφικοί συναδερφικές συναδερφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συναδερφικός < συνάδερφος + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική confraternel)

  Επίθετο

επεξεργασία

συναδερφικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία