συμφυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμφυτικός < αρχαία ελληνική συμφυτικός[1] < συμφύω < σύν + φύω
Επίθετο
επεξεργασίασυμφυτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμφυτικός
|
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 συμφυτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)