↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμφυτικός η συμφυτική το συμφυτικό
      γενική του συμφυτικού της συμφυτικής του συμφυτικού
    αιτιατική τον συμφυτικό τη συμφυτική το συμφυτικό
     κλητική συμφυτικέ συμφυτική συμφυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμφυτικοί οι συμφυτικές τα συμφυτικά
      γενική των συμφυτικών των συμφυτικών των συμφυτικών
    αιτιατική τους συμφυτικούς τις συμφυτικές τα συμφυτικά
     κλητική συμφυτικοί συμφυτικές συμφυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφυτικός < αρχαία ελληνική συμφυτικός[1] < συμφύω < σύν + φύω
σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική symphysaire[1] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική symphytic[1] / symphysial[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

συμφυτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 συμφυτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)