συμπρόεδρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | συμπρόεδρος | οι | συμπρόεδροι |
γενική | του/της του |
συμπροέδρου συμπρόεδρου |
των | συμπροέδρων |
αιτιατική | τον/τη | συμπρόεδρο | τους/τις τους |
συμπροέδρους συμπρόεδρους |
κλητική | συμπρόεδρε | συμπρόεδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπρόεδρος < αρχαία ελληνική συμπρόεδρος < σύν + πρόεδρος < ἕδρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπρόεδρος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- συμπροεδρεύω
- συμπροεδρία
- → δείτε τις λέξεις πρόεδρος και έδρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπρόεδρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 συμπρόεδρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)