↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συμπρόεδρος οι συμπρόεδροι
      γενική του/της
του
συμπροέδρου
συμπρόεδρου
των συμπροέδρων
    αιτιατική τον/τη συμπρόεδρο τους/τις
τους
συμπροέδρους
συμπρόεδρους
     κλητική συμπρόεδρε συμπρόεδροι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπρόεδρος < αρχαία ελληνική συμπρόεδρος < σύν + πρόεδρος < ἕδρα
(σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική copresident[1] ή cochair[1] ή cochairperson[1] ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική coprésident[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπρόεδρος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 συμπρόεδροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)