συμπιεστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπιεστικός < συμπιέζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική compressif)
Επίθετο
επεξεργασίασυμπιεστικός
- που έχει σχέση με τη συμπίεση, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
- (ειδικότερα, πληροφορική) που έχει σχέση με τη συμπίεση, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμπιεστικός
Πηγές
επεξεργασία- συμπιεστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- συμπιεστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)