Δείτε επίσης: συμπιεστός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπιεστικός η συμπιεστική το συμπιεστικό
      γενική του συμπιεστικού της συμπιεστικής του συμπιεστικού
    αιτιατική τον συμπιεστικό τη συμπιεστική το συμπιεστικό
     κλητική συμπιεστικέ συμπιεστική συμπιεστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπιεστικοί οι συμπιεστικές τα συμπιεστικά
      γενική των συμπιεστικών των συμπιεστικών των συμπιεστικών
    αιτιατική τους συμπιεστικούς τις συμπιεστικές τα συμπιεστικά
     κλητική συμπιεστικοί συμπιεστικές συμπιεστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπιεστικός < συμπιέζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική compressif)

  Επίθετο

επεξεργασία

συμπιεστικός

  1. που έχει σχέση με τη συμπίεση, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
  2. (ειδικότερα, πληροφορική) που έχει σχέση με τη συμπίεση, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • συμπιεστικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • συμπιεστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)