συμπιεστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπιεστικά < συμπιεστικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίασυμπιεστικά
- με συμπιεστικό τρόπο, με συμπίεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπιεστικά
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- συμπιεστικά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυμπιεστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συμπιεστικός