Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμβολομετρία οι συμβολομετρίες
      γενική της συμβολομετρίας των συμβολομετριών
    αιτιατική τη συμβολομετρία τις συμβολομετρίες
     κλητική συμβολομετρία συμβολομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμβολομετρία < σύμβολ(ο) + -ο- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμβολομετρία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία