Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμβιώσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συμβιώσιμ
ος
η
συμβιώσιμ
η
το
συμβιώσιμ
ο
γενική
του
συμβιώσιμ
ου
της
συμβιώσιμ
ης
του
συμβιώσιμ
ου
αιτιατική
τον
συμβιώσιμ
ο
τη
συμβιώσιμ
η
το
συμβιώσιμ
ο
κλητική
συμβιώσιμ
ε
συμβιώσιμ
η
συμβιώσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συμβιώσιμ
οι
οι
συμβιώσιμ
ες
τα
συμβιώσιμ
α
γενική
των
συμβιώσιμ
ων
των
συμβιώσιμ
ων
των
συμβιώσιμ
ων
αιτιατική
τους
συμβιώσιμ
ους
τις
συμβιώσιμ
ες
τα
συμβιώσιμ
α
κλητική
συμβιώσιμ
οι
συμβιώσιμ
ες
συμβιώσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συμβιώσιμος
<
συμβιώνω
+
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
συμβιώσιμος
με τον οποίο είναι δυνατόν να
συμβιώσει
κάποιος
, είναι δυνατή η
συμβίωση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
συμβιώνω
,
συν
και
βίος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμβιώσιμος
αγγλικά
:
liveable
(en)