Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συβαριτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συβαριτικ
ός
η
συβαριτικ
ή
το
συβαριτικ
ό
γενική
του
συβαριτικ
ού
της
συβαριτικ
ής
του
συβαριτικ
ού
αιτιατική
τον
συβαριτικ
ό
τη
συβαριτικ
ή
το
συβαριτικ
ό
κλητική
συβαριτικ
έ
συβαριτικ
ή
συβαριτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συβαριτικ
οί
οι
συβαριτικ
ές
τα
συβαριτικ
ά
γενική
των
συβαριτικ
ών
των
συβαριτικ
ών
των
συβαριτικ
ών
αιτιατική
τους
συβαριτικ
ούς
τις
συβαριτικ
ές
τα
συβαριτικ
ά
κλητική
συβαριτικ
οί
συβαριτικ
ές
συβαριτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συβαριτικός
<
αρχαία ελληνική
Συβαριτικός
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
sybaritique
)
Επίθετο
επεξεργασία
συβαριτικός
(
λόγιο
)
μαλθακός
,
φιλήδονος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
συβαρίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συβαριτικός
αγγλικά
:
sybaritic
(en)
γαλλικά
:
sybaritique
(fr)