συβαρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συβαρίτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Συβαρίτης, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sybarite[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.vaˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐βα‐ρί‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
συβαρίτης αρσενικό (θηλυκό: συβαρίτισσα)
Συνώνυμα επεξεργασία
- πιλαφάς (λαϊκό, παρωχημένο)
Συγγενικά επεξεργασία
- συβαριτικός
- συβαριτισμός
- συβαρίτισσα
- → δείτε τη λέξη Σύβαρη
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Σύβαρη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συβαρίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας