Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στριφογυριστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στριφογυριστ
ός
η
στριφογυριστ
ή
το
στριφογυριστ
ό
γενική
του
στριφογυριστ
ού
της
στριφογυριστ
ής
του
στριφογυριστ
ού
αιτιατική
τον
στριφογυριστ
ό
τη
στριφογυριστ
ή
το
στριφογυριστ
ό
κλητική
στριφογυριστ
έ
στριφογυριστ
ή
στριφογυριστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στριφογυριστ
οί
οι
στριφογυριστ
ές
τα
στριφογυριστ
ά
γενική
των
στριφογυριστ
ών
των
στριφογυριστ
ών
των
στριφογυριστ
ών
αιτιατική
τους
στριφογυριστ
ούς
τις
στριφογυριστ
ές
τα
στριφογυριστ
ά
κλητική
στριφογυριστ
οί
στριφογυριστ
ές
στριφογυριστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στριφογυριστός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
στριφογυριστός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στριφογυριστός
γαλλικά
:
tournant
(fr)
,
sinueux
(fr)
,
tortueux
(fr)
(
π.χ. μονοπάτι
),
στριφογυριστή σκάλα
=
escalier
(fr)
en
colimaçon
(fr)