↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στριφογυριστός η στριφογυριστή το στριφογυριστό
      γενική του στριφογυριστού της στριφογυριστής του στριφογυριστού
    αιτιατική τον στριφογυριστό τη στριφογυριστή το στριφογυριστό
     κλητική στριφογυριστέ στριφογυριστή στριφογυριστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στριφογυριστοί οι στριφογυριστές τα στριφογυριστά
      γενική των στριφογυριστών των στριφογυριστών των στριφογυριστών
    αιτιατική τους στριφογυριστούς τις στριφογυριστές τα στριφογυριστά
     κλητική στριφογυριστοί στριφογυριστές στριφογυριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στριφογυριστός < στριφογυρίζω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

στριφογυριστός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία