στρατολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στρατολογώ
Μετοχή
επεξεργασίαστρατολογημένος, -η, -ο
- που υπηρετεί στο στρατό
- που υπηρετεί με ιδιαίτερη συνέπεια και μονομέρεια, φανατισμό κάποια ιδεολογία από νέος (ενώ για εκείνον που υπηρετεί κάτι πολιτιστικό, συνήθως χρησιμοποιείται η μετοχή στρατευμένος)
- που έχει τεθεί στην υπηρεσία μιας οργάνωσης με στρατιωτική δομή (μυστική υπηρεσία, καρτέλ ναρκωτικών κ.λπ.) για να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της
- → δείτε τη λέξη στρατολογώ