↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρατολογημένος η στρατολογημένη το στρατολογημένο
      γενική του στρατολογημένου της στρατολογημένης του στρατολογημένου
    αιτιατική τον στρατολογημένο τη στρατολογημένη το στρατολογημένο
     κλητική στρατολογημένε στρατολογημένη στρατολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρατολογημένοι οι στρατολογημένες τα στρατολογημένα
      γενική των στρατολογημένων των στρατολογημένων των στρατολογημένων
    αιτιατική τους στρατολογημένους τις στρατολογημένες τα στρατολογημένα
     κλητική στρατολογημένοι στρατολογημένες στρατολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στρατολογώ

στρατολογημένος, -η, -ο

  1. που υπηρετεί στο στρατό
  2. που υπηρετεί με ιδιαίτερη συνέπεια και μονομέρεια, φανατισμό κάποια ιδεολογία από νέος (ενώ για εκείνον που υπηρετεί κάτι πολιτιστικό, συνήθως χρησιμοποιείται η μετοχή στρατευμένος)
  3. που έχει τεθεί στην υπηρεσία μιας οργάνωσης με στρατιωτική δομή (μυστική υπηρεσία, καρτέλ ναρκωτικών κ.λπ.) για να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της
  4. → δείτε τη λέξη στρατολογώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία