Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερεοχρωμικός η στερεοχρωμική το στερεοχρωμικό
      γενική του στερεοχρωμικού της στερεοχρωμικής του στερεοχρωμικού
    αιτιατική τον στερεοχρωμικό τη στερεοχρωμική το στερεοχρωμικό
     κλητική στερεοχρωμικέ στερεοχρωμική στερεοχρωμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερεοχρωμικοί οι στερεοχρωμικές τα στερεοχρωμικά
      γενική των στερεοχρωμικών των στερεοχρωμικών των στερεοχρωμικών
    αιτιατική τους στερεοχρωμικούς τις στερεοχρωμικές τα στερεοχρωμικά
     κλητική στερεοχρωμικοί στερεοχρωμικές στερεοχρωμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερεοχρωμικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στερεοχρωμικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία