στερεοχρωμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεοχρωμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stéréochromique < stéréochromie < αρχαία ελληνική στερεός + χρῶμα
Επίθετο
επεξεργασίαστερεοχρωμικός
- που έχει σχέση με τη στερεοχρωμία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία στερεοχρωμικός